- ευχώρητος
- εὐχώρητος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που παρέχει ελεύθερη δίοδο, που επιτρέπει εύκολα το πέρασμα2. ευρύχωρος3. αυτός στον οποίο επιτρέπεται εύκολα η είσοδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χωρητος (< χωρώ), πρβλ. aδıa-χώρητος, α-χώρητος].
Dictionary of Greek. 2013.